ΦΘΑΡΜΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ, ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

                      
Είναι κάτι βράδια Παρασκευής που σε συναντούν νωθρό στο σπίτι να προσπαθείς να ταξινομήσεις το απελπιστικό χάος που προκλήθηκε στο χώρο σου από μια φρενήρη εβδομάδα ή ακόμη να ανακαλύπτεις συσσωρευμένα αντικείμενα παραπεταμένα από αμέλεια εύλογου χρονικού διαστήματος. Μια τέτοια ημέρα αποδείχθηκε για μένα η σημερίνη. Ωστόσο, στην προσπάθεια μου να ταξινομήσω τον ακατάστατο χώρο που μου αντιστοιχεί, ανακάλυψα ένα παιδικό ατελές σκίτσο, πασαλειμμένο με τις μουτζούρες που επιβάλλονται σε κάθε τι παλιό, το οποίο ζωγράφισα ένα από  τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια που περνούσαμε οικογενειακώς στο νησί του πατέρα μου, την Κεφαλλονιά. Αυτή η βεράντα αποτελούσε για το παιδικό μου μυαλό, την ιδέα μιας συμπυκνωμένης ανάμνησης, ενός κυττάρου μνήμης με αναμφισβήτητη αυτονομία ύπαρξης. Κάθε πρωί αδημονούσα να ανοίξω τα βλέφαρα μόνο για να αντικρίσω τις πρώτες δεσμίδες φωτός να διαπερνούν τις γρίλιες των ξύλινων παραθυρόφυλλων, οραματιζόμενη το αεράκι να αναδεύει απαλά τα φύλλα των φυτών που στόλιζαν  το  μπαλκόνι. Η γιαγιά θα είχε λάβει από ώρα τη θέση της στην άνετη πολυθρόνα απολαμβάνοντας τη νησιωτική αύρα δίπλα στο γιασεμί της.  Τώρα πια ξεράθηκε το γιασεμί, όπως άλλωστε η πλειοψηφία των φυτών και η πολυθρόνα της γιαγιάς μετατράπηκε σε τεκμήριο απουσίας. Η εύρεση λοιπόν αυτού του αφελούς σχεδίου με τις σκληρές γραμμές και τα καμπυλωμένα ντουβάρια μου υπενθύμισε τις σκέψεις που με συντρόφευαν το περασμένο καλοκαίρι εγκαταλείποντας το νησί , τις οποίες κατέγραψα στο σημειωματάριό μου βεβιασμένα ταξιδεύοντας με το καράβι. Σκεφτόμουν πως ο χρόνος αντιμάχεται τη συνήθεια μεταπλάθοντας αέναα τον κόσμο. Ίσως, η μόνη έννοια του αμετάβλητου που εντόπισα μετά από τόσα χρόνια είναι η προτομή του Καββαδία, η οποία κοσμεί το λιμάνι, που έτσι κι αλλιώς στόχος της είναι να καταδικάσει τη μορφή σε ένα ταξίδι έξω απ' το χρόνο. 



Και τι είναι ο χρόνος;
Ίσως μια μέγγενη που εφηύραμε 
για να τρέχουμε από κάτι να γλιτώσουμε.
Κι όποιος προσπάθησε να του ξεφύγει 
σφετεριζόμενος την αδιαφορία,
πάντοτε τον συναντούσε σε μια βρύση
που επέμενε να σταζει ρυθμικά  στο διπλανό δωμάτιο, 
σε μια τρίχα που αποφάσισε να αποστατήσει
από την ομοιομορφία των άλλων, 
μάλλον στην όψη ενός ξεχαρβαλωμένου επίτοιχου ρολογιού
που κοκάλωσε πριν χρόνια
για να σου θυμίζει μια στιγμή 
που έστεκε απαρατήρητη.
Άλλοτε περιδιάβαινε  
στ' αδειανά δωμάτια των σπιτιών
απαντώντας τα φαντάσματα 
ενός από καιρό χαμένου παρελθόντος.
Η πεισματικά κενή πολυθρόνα της γιαγιάς
περίμενε να σε εγκλωβίσει  σε μια αγκαλιά
καμωμένη από γιασεμί και λουλουδάτο ύφασμα.
Το δάπεδο τρίζει πονεμένα 
κάτω από τις απανωτές στρώσεις βημάτων
που του επέβαλλες.    
Αντικείμενα μιας άγνωστης εποχής
παρατεταγμένα σε ράφια 
ή διάσπαρτα σε ασφυκτικές ντουλάπες 
ακατανόητα για σένα και μακρινά
κτήμα ενός απόκοσμου προγονικού μουσείου
παρακολουθούν σιωπηλά τη διαδρομή σου.
Το φως διαπερνά διστακτικά  
τις σκοροφαγωμένες χαραμάδες
ώστε να ρίξει μια τελευταία αναλαμπή 
στη λήθη που σε κυρίευσε.
Και η ανθισμένη βεράντα 
που σε καλωσόριζε μικρό 
σαν από όνειρο
έμελλε να μεταμφιέζει
το αποκρουστικά ατημέλητο κουφάρι της εγκατάλειψης. 
Ένα μόνο ήταν το  καταφύγιο απ' τη σκέψη
ξαποσταίνοντας δίπλα  στην ατενίζουσα μορφή του ποιητή
να ραίνεις με τους στίχους του το ελπιδοφόρο μέλλον.             

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις