Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ ΦΑΛΛΜΕΡΑΥΕΡ του JOSEPH ROTH

 



Ακόμη και για τους πιο κοινότυπους κι αμελητέους ανθρώπους, εκείνους που προσδένουν τη ζωή τους πειθήνια στις αναίμακτα ασφαλείς ράγες των κοινωνικών επιταγών και της αδρανούς συνήθειας, ίσως από μια ακραιφνή εκτίμηση στο οξύμωρο, ή από μια τυχάρπαστη αναλαμπή φιλευσπλαχνίας, είτε απλώς για να διαψεύσει ολοσχερώς τα κατ' ευφημισμόν κραταιά θεμέλια του έμβιου οικοδομήματός τους , η υπερταχεία της τύχης επωάζει εις βάρος τους ένα σημαίνον γεγονός που θα αναταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πληκτικά προβλέψιμης ζωής τους, κάτι που θα εξαπολύσει μια εκτυφλωτική δεσμίδα συναισθήματος στην ψυχρή κι αδιαπέραστη καρδιά τους. Ομολογουμένως, αυτά ήταν τα αιφνίδια σχέδια της ζωής για τον σταθμάρχη Φαλλμεράυερ, έναν τυπικό μεσοαστό υπάλληλο του οργανισμού αυστριακών σιδηροδρόμων, που ένα μοιραίο βράδυ όρισε ολάκερη τη μετέπειτα ζωή του. 

Ο Φαλλμεράυερ γέννημα θρέμμα της αυστριακής επαρχίας, ακολουθεί κατά πόδας και δίχως ουδένα ενδοιασμό, την επαγγελματική κατεύθυνση  του πατέρα του, εκπληρώνοντας εντούτοις την "προσήκουσα" ανέλιξη στην ιεραρχία, μέσω της κατοχύρωσης της θέσης του σταθμάρχη. Κατόπιν, νυμφεύεται και τεκνοποιεί με συνοπτικές διαδικασίες, όπως του υπαγορεύουν υποσυνείδητα τα επικρατούντα κοινωνικά ειωθότα, ώστε να συναρμόσει επιτυχώς στις προδιαγραφές της εξιδανικευμένης εικόνας του τακτοποιημένου κι ευυπόληπτου αστού οικογενειάρχη. Ολάκερη η καθημερινότητα του Φαλλμεράυερ καθίσταται ένας σταθμός με προδιαγεγραμμένα δρομολόγια αφίξεων, συρμών και γεγονότων κι επακόλουθα τίποτε δεν αποστατεί από την ατάραχη ομοιομορφία κάτωθεν της οποίας αφ' εαυτού αμπάρωσε την ύπαρξή του. Το απρόοπτο εξέχον γεγονός που θα ναρκοθετήσει την καθ' ολοκληρία προβλέψιμη καθημερινότητά του, θα είναι ο απρόσκλητος έρωτας, του οποίου ο δημιουργικός σπινθήρας θα εκτοξευθεί μέσα από έναν τόπο απόλυτης καταστροφής, όπως ακριβώς στην υπέρτερη έκρηξη του σύμπαντος που λάξευσε τους γαλαξίες. Κάπως έτσι, γεννιέται κι ο πλανήτης της καρδιάς του σταθμάρχη, μέσα από τη μετωπική πρόσκρουση δύο συρμών, οι οποίοι θα συγκλίνουν τις δημιουργικές προϋποθέσεις μιας καθοριστικής συνάντησης.

Ένα απόβραδο φαινομενικά σαν όλα τα προηγούμενα, μα και σαν όλα εκείνα που θα έπονταν απαράλλαχτα, οι αισθητήρες του ενστίκτου του σταθμάρχη συνέλαβαν το προειδοποιητικό σινιάλο της επικείμενης έλευσης του καθοριστικού συμβάντος, με την ίδια αλάνθαστη 'ευδιακρισία' που θα αντιλαμβάνονταν έναν άγνωστο ξενικό συρμό. Εντός του θλιβερού γραφείου του σταθμού, τα σύγκορμα ρίγη του εμβρόντητου Φαλλμεράυερ, που κάτι περιμένει δίχως να γνωρίζει τι, διευθύνονται από τη ζωηρή στιχομυθία της καταρρακτώδους βροχής με τον φλύαρο τηλέγραφο, μια παράτυπη ρυθμική συμφωνία φύσης και τεχνολογίας, όπου οι απανωτοί περιπλεγμένοι χτύποι τους προσομοιάζουν ωρολογιακή βόμβα οσονούπω εν εκρήξει ή κουρδισμένο ρολόι που ζυγώνει να σημάνει τον ερχομό της αλησμόνητης συγκυρίας, η οποία και θα τον σημαδέψει δια παντός.

Η πραγμάτωση του δυστυχήματος των διερχόμενων συρμών θα επιφέρει και τον κατακερματισμό της αδιάβλητης πανοπλίας των παροπλισμένων συναισθημάτων του σταθμάρχη, δια μέσου της ακαριαίας σύγκρουσης με τον έρωτα, στο ημιλιπόθυμο πρόσωπο μιας επιζήσασας ταξιδιώτισσας. Περιστοιχισμένοι από τον κοπετό των ανθρώπων και τις αναθυμιάσεις των χαλασμάτων, οι δυο τους θα σμίξουν, όπως μόνον η καταστροφή κατέχει να συζευγνύει άρρηκτα τις υπάρξεις, ίσως με το κραταιό κονίαμα της ομόφωνης συνειδητοποίησης για τη φιλάσθενη κράση της ζωής και την επακόλουθη ανακούφιση της επιβίωσης. Περιθάλποντας τη γυναίκα, ο Φάλλμεράυερ αναγεννιέται υπό το πρίσμα ενός καινοφανούς προορισμού, αυτού της ακατανίκητης χρείας της εγγύτητας με το ερωτικό αντικείμενο, αλλά κι εκείνου της συνεχούς υποδαύλισης του αμέριστου θαυμασμού του. Έτσι, ατενίζοντας από την ανέφελη υπερυψωμένη εξέδρα του έρωτα, διαπιστώνει τη θλιβερότητα της πρότερης άνευρης ζωής του.

Ο χρόνος παρασύρεται απνευστί κι η φιλοξενούμενη αναχωρεί πλήρως αναρρωμένη από την ακάματη περίθαλψη του σταθμάρχη. Δυσχερώς για εκείνον, αυτή η έκλαμψη ευτυχίας διαρκεί σπαρακτικά μηδαμινά κι εκκενώνει την καρδιά του προσδεδεμένη στη μυστηριώδη γυναίκα που εξαρχής την κουβάλησε σαν αναπόσπαστο εξάρτημα της αποσκευής της. Αναπόφευκτα, η γυναίκα αναχωρεί και ξεμακραίνει, σαν ακόμη ένας από τους αρίφνητους συρμούς που προσπέρασαν εν μια ριπή τον επαρχιακό σταθμό του, διαβαίνοντας την καθιερωμένη πορεία προς τον νότο. Εντούτοις, ο Φάλλμεράυερ δεν κατορθώνει να λησμονήσει, μήτε να αφομοιωθεί ξανά από το ληθαργικό 'πριν', βουλιάζοντας άπελπις στην αποκαρδιωτική κενότητα της άρδην αποδομημένης του καθημερινότητας, απογυμνωμένος έως στερνής ρανίδας από εχέγγυα, υποφέρει καρτερικά προσμένοντας μια νέα άξαφνη εύνοια της μοίρας.  

Ό,τι ανταμώνεται στο ρημαγμένο πεδίο της καταστροφής, ενίοτε, σχεδόν επακόλουθα και κατά τι υπερφυσικά, καταδικάζεται να ξανασμίξει ή να πυροδοτηθεί εκ νέου, ορμώμενο από παρεμφερείς συνθλιπτικές δυνάμεις. Διεσταλμένο από τη λαχτάρα και τον χρόνο, αποδρά από την ελεγχόμενη μικροκλίμακα της τοπικής καταστροφής των τρένων και διασπείρεται στη μακροκλίμακα της ανεξέλεγκτης οικουμενικής έκρηξης του παγκοσμίου πολέμου. Το ευσυνείδητο πρόσχημα της επιστράτευσης του πολέμου, διασώζει τον σταθμάρχη από μια οικογένεια που ποτέ ενδόμυχα δεν πόθησε, ενώ σύγκαιρα καθίσταται για εκείνον πρόσφορο όχημα προσέγγισης του εχθρικού εδάφους, όπου εκτείνεται η πατρίδα της αγαπημένης του. 

Τοιουτοτρόπως εκκινείται το παρθενικό ταξίδι του ήρωα, που πάντοτε αμετακίνητος έβλεπε τα τρένα να περνούν, ταξίδι συνάμα γεωγραφικό και ψυχικό,  διατρέχοντας τα άγνωρα εδάφη του έξω κόσμου, μα και τη δυσπρόσιτη ενδοχώρα των πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Κι είναι δια μέσου αυτών των συναισθημάτων που ανατιμά τον εαυτό του (ενδεχομένως αναλογιζόμενος τον εαυτό του και μέσα από τα δικά της μάτια), μεθοδεύοντας να διακριθεί στον πόλεμο, ώστε να παρελάσει ακάθεκτος προς τον τελεσίδικο αυτοσκοπό του, την εύρεση της γυναίκας και την 'εφεύρεση' του έρωτα μέσα της. 

Ένας σταθμάρχης που διάγει έναν βίο τόσο ακλόνητο και τοπικό, που εντούτοις ρεμβάζει με κάποια ανομολόγητη πεθυμιά την ταξιδιωτική πάροδο των άλλων, δύναται να ερωτευθεί μόνο το μακρινό, το φευγαλέο, το άφθαστο. Όπως ακριβώς "ερωτεύεται" ένα τρένο το ταξίδι, η γυναίκα αυτή συνταυτίζεται για τον σταθμάρχη, με τον ξενικό τόπο που πάντα λαχταρούσε. Έτσι, θαρρώ πως το πρωταρχικό ταξίδι του Φαλλμεράυερ, είναι αυτό του έρωτα, καθώς ο έρωτας από μόνος του είναι ένα ταξίδι προς τον άλλον, εγκαταλείποντας τροχάδην τα στεγανά του εαυτού σου. Παρομοίως, ο Φαλλμεράυερ διανύει τη χαίνουσα απόσταση έως τη γυναίκα του τρένου, όχι μονάχα χιλιομετρικά ή γλωσσικά (μαθαίνοντας τη γλώσσα της), αλλά με το πανανθρώπινο υπερταχύ όχημα των υπερβάσεων και των θυσιών, διότι μόνον έτσι κατορθώνει ν' αγγίξει την πατρίδα της ψυχής του άλλου. 

Ο σταθμάρχης, είτε από την ευνοϊκή σύμπνοια των τυχαίων παραγόντων, είτε από την προσωπική του μεθοδική κι άκοπη προσπάθεια, εντοπίζει τη γυναίκα και με φιλόπονη εγκαρτέρηση αναμένει, ώσπου να φανεί το σημάδι κάποιου συναισθηματικού αντικρίσματος. Κι όντως, η σιωπηλή πολιορκία του θα ευοδωθεί, μια νύχτα που οι συνθήκες της προσομοιάζουν εκείνες που αρχικά επώασαν τον έρωτά του, δηλαδή τη βροχή και τη βραδινή σιγή. Έκτοτε, η ευτυχία τους μεσουρανεί κι αντιμάχεται πάσα ιστορικό παράγοντα που επιχειρεί να την απειλήσει. Μα ως πότε; Πόσο κρατάει η ανέφελη ευτυχία;

Ο Joseph Roth, πέρα από τη δίνη στην οποία συμπαρασύρει τον αναγνώστη με τη στιβαρότητα της αφήγησής του, συνθέτει μια ιστορία με ψυχολογική εμβρίθεια, που μοιάζει να ξεπερνά τη σύντομη έκταση αυτής της νουβέλας και να δημιουργεί το εκτόπισμα πολυσέλιδου και μεστού νοηματικά και περιγραφικά μυθιστορήματος. Οι  αμοιβαία πια ερωτευμένοι ήρωές του, προσφεύγουν σε μια δική τους απάγκια ετεροτοπία, αγνοώντας επιδεικτικά τον εξωτερικό κόσμο, σχεδόν όπως εκείνος αγνοεί το τιποτένιο μέγεθός τους. Ωστόσο, αυτοί συμβιώνουν σε έναν δικό τους επίπλαστο επινοημένο κόσμο ισάξιο, ίσως και μεγαλύτερο από αυτόν, όπως οι ταξιδιώτες ενός τακτικού δρομολογίου θαρρούν πως αυτή η διαδρομή είναι ο κόσμος τους. Οι ερωτευμένοι λοιπόν υπάρχοντας σε τούτη την τεχνητή σύμβαση του κόσμου, δηλαδή του κόσμου που εκτείνεται όχι παραπέρα από τα όριά τους, δε διανοούνται πως η συντριβή δεν είναι μακριά, πώς η αιωνιότητα δεν υφίσταται και πως συνήθως η ζωή αυτοπροσώπως τους κατακρημνίζει με γδούπο, η ίδια που τους καθοδήγησε στην αιθεροβασία. Έτσι, ο έρωτας του Φάλλμεράυερ, όσο εκρηκτικά κι αν ξεσπά, ξεψυχά κάπως σιωπηλά, κάπως ανέλπιστα, ανάμεσα στη δυσανεξία της χλιαρότητας των συμβιβασμών και της ανέφικτης επιστροφής στην πρότερη αδιάφορη ζωή του. Ο ερωτευμένος σταθμάρχης τα αποζητά όλα ή τίποτα και με αυτό το τίποτα στην τσέπη του σακακιού, εξαφανίζεται διαπαντός εγκαταλείποντας τα πάντα στο "άρωγμο" απόγειο. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις