Η φλόγα που τρεμοσβήνει, Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ


  Σχεδόν κάθε φορά που ακουμπώ  ένα ανάγνωσμα το οποίο άπτεται του εύθραυστου ζητήματος της αυτοχειρίας, αδυνατώ να αποκλείσω από τον νου μου τις σχετικές ρήσεις του Καμύ κι έτσι ορισμένες αναλογίες μάλλον κρίνονται αναπόφευκτες. Ενθυμούμαι τον Καμύ να γράφει πως «μια πράξη όπως αυτή της αυτοκτονίας ωριμάζει μέσα στη σιωπή της καρδιάς σαν τα μεγάλα έργα». Αυτό θαρρώ πως συμβαίνει και στον ήρωα του εν λόγω βιβλίου, τον Αλέν. Στον βραδυφλεγή καυστήρα της ανειρήνευτης ψυχής του, η αυτοχειρία σιγοβράζει ως το μοναδικό κι υπέρτατο δημιούργημά του βίου του, το ακραιφνές μανιφέστο της ύπαρξής του.

 Η περιπλάνηση στην ολιγοήμερη καθημερινότητα του Αλέν άρχεται από τη χαυνωτική ερωτική ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχειακού δωματίου, το τρυφερό συναπάντημα δυο αλλοτινών εραστών, μια επικείμενη εγκατάλειψη πολλά υποσχόμενη για μια κατοπινή οριστική επανασύνδεση. Έπειτα, προσπίπτουμε σε σποραδικές λεπτομέρειες όπως: την άρτι ολοκληρωθείσα θεραπεία του σε μια κλινική απεξάρτησης ναρκωτικών που μάλιστα δεν είναι η παρθενική, κάμποσα σκόρπια χρέη, την απογοήτευση ενός διαζυγίου, τα υλικά αποφάγια ενός πρώην καλοβαλμένου βίου που εξασφάλιζε μέσω της γυναίκας του, την απουσία ενός ένθερμου φιλικού περίγυρου. Εντούτοις, ο κεντρικός χαρακτήρας εξαρχής αποπνέει μια σταθερή κι αδιατάραχτα ληθαργική υποτονικότητα που την περιφέρει ολόγυρα σαν έμπιστο συνοδοιπόρο κι η οποία επισκιάζει κάθε υπόλειμμα ζωτικότητας. Η καθημερινότητα του Αλέν μοιάζει μονίμως εκτυφλωτικά φωταγωγημένη από ένα απόκοσμο θανατερό προβολέα, που δεν επιτρέπει ουδέν σκιερό κρησφύγετο, ώστε να οχυρωθεί πίσω του η ζωή, η επιθυμία ή έστω η ελπίδα.

  Εκ πρώτης όψεως, ο ήρωας υπήρξε εντατικός χρήστης ναρκωτικών κι αλκοόλ, ενσυνείδητα άνεργος αφέθηκε στην οικονομική προστασία των γυναικών και στις φιλεύσπλαχνες χορηγίες φίλων, μέσω των συναναστροφών του αποσκοπούσε στην υλική ευμάρεια και στην εύπεπτη τρυφηλότητα της μεγαλοαστής τάξης. Όμως θα τον αδικούσαμε κατάφορα αν του καταλογίζαμε απέραντη οκνηρία κι αβάθεια.

  Εκεί εναποτίθεται η ενδοσκοπική υπόσταση του μυθιστορήματος του Ντριέ Λα Ροσέλ, στη συνθήκη που τα ναρκωτικά αποδεικνύονται απλώς ένα επιδερμικό τέχνασμα, μια πρόφαση που εκβάλει στον θάνατο,  προκειμένου να συγκαλύψει την εναγωνίως απέλπιδα επανάσταση της ύπαρξης. Τούτη είναι η πραγματεία του παρόντος αναγνώσματος, οι καρδιές που προσγειώνονται έμφυτα αποστραγγισμένες πριν προστριβούν στον έμβιο αποχυμωτή.

  Εν γένει, η σακατεμένη ψυχοσύνθεση του ήρωα υποκινείται αφενός από την αδιάσειστη απουσία της αγάπης προς τον ίδιον εαυτό, η οποία ενσαρκώνεται σε μια πρωτογενή ανεπάρκεια «…ήταν σαν να τον παραδίνει στον χειρότερο εχθρό του, στον εαυτό του» , κι αφετέρου από τον λυσιμελή φόβο για την αιφνίδια φύση του μέλλοντος, που τον κατακρημνίζει στην αναγκαιότητα ανθρώπινων δεκανικιών και παυσίλυπων συνηθειών, ώστε να μετριάσουν την ταραχή ή να απεμπολήσουν μερικώς το μερίδιό του στη δυνητική δυστυχία που ακολουθεί κατά πόδας κάθε βίο. «Για χρόνια το όνειρό του ήταν να βρει μια γυναίκα να τον στηρίζει, ήταν τα χρήματα, το καταφύγιο, το τέλος όλων των δυσκολιών που μπροστά τους έτρεμε.».  Εδώ απορρέει πιο τρανταχτός από ποτέ ο καταποντιστικός τρόμος για τη ζωή κι όχι ως συνήθως για τον θάνατο. Ο θάνατος εν αντιθέσει, ανακύπτει ως λύση λυτρωτική και κατεπείγουσα.  

  Ο κεντρικός χαρακτήρας, άπελπις λοιπόν αποφασίζει να επανεμπλακεί στα ναρκωτικά και να αυτοκτονήσει, μολονότι προτού τελέσει την οριστική χειρονομία θα επαναλάβει στο βραχύ εύρος μιας μοιραίας νύχτας ολάκερη την πρότερη καθημερινότητά του, η οποία είναι τόσο μονότονα αδειανή που δύναται να συνοψιστεί στη σύντομη απόκλιση ενός και μόνο σούρουπου από την επερχόμενη αυγή. Θα επισκεφθεί διαδοχικά  τον ίσως κατ’ ευφημισμόν μονάχα φιλικό του περίγυρο, τελώντας έναν σιωπηλό αποχαιρετισμό και παραδίδοντας στον αναγνώστη διαλόγους λαξεμένους από τα πιο ευγενή πετρώματα της ψυχής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης γίνεται εμφανές πως η επικοινωνιακή αφή με τους ανθρώπους παραμένει φευγαλέα, τα συναισθηματικά ψήγματα που του ανασύρουν είναι αδύναμες αναλαμπές, ισχνές φλόγες που τρεμοσβήνουν στο απέραντο συμπαγές σκότος της καρδιάς του, στιγμιαία όπως ο σπινθήρας ενός σπίρτου. Κανένας δεν παρεκκλίνει από τα σχέδιά του κι από τον εαυτό του, ώστε να τον στηρίξει. Η συνεισφορά τους στην ψυχολογική υποβάσταξη του Αλέν δε διακυβεύει από πλευράς τους ουδεμία θυσία, αντιθέτως προϋποθέτει την προσαρμογή εκείνου στη δική τους καθημερινότητα. Έτσι, απλώς αρκούνται στο να τον προσκαλούν στον χώρο τους, να του εκσφενδονίζουν τις αναμονές τους , να προσπαθούν να του εμφυσήσουν το προσωπικό τους όραμα και τις επιθυμίες τους για τη ζωή, λες και πρόκειται για κάποια οικουμενική πανάκεια.

  Στον ήρωα, απεναντίας διακρίνουμε τη θαρρετή γνωστικότητα την οποία οι υπόλοιποι πασχίζουν να αψηφήσουν ή να αγνοήσουν είτε να συγκαλύψουν κάτω από στοιβαγμένες μεγαλόπνοες προφάσεις ή φιλοσοφικούς λυρισμούς. Δεν τρέφει ψευδαισθήσεις σημαντικότητας κατοικώντας σε έναν κόσμο κατάμεστο από ανθρώπινα όντα. Κατέχει ακόμη πως η ευστάθεια των ανθρώπινων επιλογών επί του πεπρωμένου κλονίζεται, εφόσον είναι ανέφικτο να οριστεί ολοκληρωτικά. Οι εξωγενείς παράγοντες του τυχαίου παρεισφρέουν στο στεγανό οικοδόμημα των αποφάσεων σαν απρόσκλητη μούχλα. Κι εκείνος κατανοεί όσο κανείς άλλος, πως το μοναδικό ηχηρό που ο άνθρωπος κραδαίνει στα χέρια του είναι το να ορίσει το τέλος του, πριν το πράξει η ζωή στη θέση του. Ο Καμύ έγραψε πως «αυτοκτονώντας παραδέχεσαι πως η ζωή σε νίκησε ή πως δεν την καταλαβαίνεις». Όμως, ο Αλέν την καταλαβαίνει τη ζωή και την αποποιείται, διότι δεν είναι της αρεσκείας του κι ούτε της επιτρέπει να τον νικήσει, αφού δεν εμπλέκεται στη μάχη της κι επακόλουθα χωρίς μια σύρραξη δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος.

  Μέσα στην απογοήτευσή του, ο Αλέν καταφεύγει αβίαστα στα ναρκωτικά, τα  ασπάζεται ως την αποκλειστική σανίδα σωτηρίας, καθώς πορευόμενος σε έναν εν ζωή θάνατο κατορθώνει να γευτεί, έστω και παροδικά δια μέσου της επίδρασής τους την ψευδαίσθηση της ανέφελης χαράς, της ολιγόχρονης λησμονιάς ή της αποκατεστημένης ενεργητικότητας. Τα ναρκωτικά τον τυλίγουν πρόσκαιρα στη συσκευασία της ζωής, μιας και είναι μια ευφορία ευκόλως επιτεύξιμη, χωρίς να απαιτεί τη συμμετοχή προσώπων που τον γονατίζουν με την πιθανή τους εγκατάλειψη, δίχως να αιτείται του προσωπικού του εντατικού μόχθου για να την ανακαλύψει. Οι ψυχότροπες ουσίες εκλύουν μια ευφορία ως επί το πλείστον διόλου επισφαλή κι αρκούντως αυτάρκη, όσο επαρκούν τα χρήματα. Μια παρεμφερή αίσθηση αποκομίζουμε κι ως προς τη σχεδόν ειδωλολατρική προσκόλλησή του στα αντικείμενα, τα οποία είναι άκακα, αδύναμα να τον βλάψουν όπως η ζώσα αναπαράσταση τους και κυρίως υπόκεινται στην αδιαμφισβήτητη κυριότητά του, του ανήκουν όπως δε γίνεται να του ανήκουν οι άνθρωποι. Τα αντικείμενα ενδεχομένως καταλήγουν όπως ένα θρησκευτικό εικονοστάσι , αναπαράσταση του θεού που ουδέποτε αντικρίσαμε, υπόμνηση του μη βιωμένου ιδανικού.

  Στις παρυφές της στερνής βραδιάς, ο αναγνώστης ψυχανεμίζεται μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση, εκείνη την απαραγνώριστη βραδύτητα που επιφυλάσσει την προϋπάντηση μιας σπουδαίας πράξης, η οποία διαστέλλει επαρκώς τον χρόνο ώστε να της αποδώσει την απαιτούμενη βαρύτητα. Η προετοιμασία του πρωταγωνιστή προτού εγκαταλείψει την κλινική εκτυλίσσεται αργόσυρτα, τελετουργικά σαν την κλιμάκωση θεολογικού μυστηρίου ή ίσως σαν τη δέουσα αμφιταλάντευση μπροστά  στο τελεσίδικο. Αν μη τι άλλο, διόλου τυχαία ο Αλέν ενδύεται επίσημη αμφίεση, όπως ακριβώς θα επέτασσε η πρέπουσα αβρότητα ενός εξέχοντος ή ανεπανάληπτου γεγονότος, λες και βαπτίζεται στον θάνατο.

 Τοιουτοτρόπως εκτυλίσσεται η ξέφρενη νυκτερινή διαδρομή του ήρωα προς την αυτοχειρία, σύγκαιρα με τη διατύπωση ενός ξέπνοου έμβιου απολογισμού γύρω από τη ματαίωση του υπαρξιακού αδιεξόδου και το αρραγές αφιλόξενο κέλυφος του κόσμου, αφιερωμένου σε όλους εκείνους τους περιχαρακωμένους αποστάτες που δεν αποδέχθηκαν πειθήνια τους άγραφους κανόνες της κοινωνίας κι όσους εκ των οποίων εξαρχής τσακίστηκαν από την υπέρβαρη αποσκευή της ανασφάλειας, αναζητώντας διακαώς στους άλλους το σιδηρούν παραπέτασμα που απεμπολεί το αχαλίνωτο μένος της ζωής. Ο Αλέν τρέφει μια ακατάσχετη ροπή προς το απόλυτο και το διηνεκές κι ανήμπορος μπροστά στην επίτευξή τους, αισθάνεται μια πρωτοφανή ανεπάρκεια να κατατρέχει τις διαπροσωπικές του σχέσεις, που τις καθιστά εκ των προτέρων καταδικασμένες στην καχυποψία της μόνιμης αμφισβήτησης, διότι ουδείς νοιάζεται με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Έτσι, εφόσον οι διαβεβαιώσεις της ανωτερότητάς του εκλείπουν, ο ήρωας απομένει ξέντυτος κι εκτεθειμένος στη χαλαρότητα των εγκόσμιων δεσμών και περιμένει μέχρι να μην υπάρχει τίποτα πια να περιμένει, μέχρι οι ελπίδες του να μεταμορφωθούν σε αδιάσειστες βεβαιότητες καμίας διαφυγής, πέραν του θανάτου. Το εν λόγω μυθιστόρημα είναι μια απαρίθμηση ασύμβατων υποδοχών κι ορφανών  απολήξεων. Οι άνθρωποι είναι απροσπέλαστοι και οι σχέσεις πλάι τους ακατόρθωτα διηνεκείς, η ευτυχία ευκόλως φθαρτή κι αδιαλείπτως εύθραυστη, οι συμφορές καραδοκούν να τους ρημάξουν και συνεπώς ο Άλεν δειλιάζει να εισαχθεί σε τούτο τον μαραθώνιο, αρνείται να διακυβεύσει τις χαρές με μια σαρωτική συμφορά, λιποψυχεί εμπρός στο εκκρεμές της χαρμολύπης. Κάποιοι άνθρωποι απλώς δεν ανέχονται τη συμφορά, ούτε καν την αναμονή της, η ψυχή τους βουλιάζει σαν χάρτινο καραβάκι που βρέχεται αμετάκλητα από το πρώτο ρεύμα δυστυχίας.

 Στο διάβα των επισκέψεων στον φιλικό του περίγυρο, πέραν της δικής τους μερικής ή ολικής αδιαφορίας, εξερευνά και τα ομιχλώδη προσωπικά του κίνητρα αναφορικά με τα συγκεκριμένα συναπαντήματα. Η απόφαση της αυτοχειρίας φαντάζει παρμένη εκ των προτέρων, άρα πρόκειται απλώς για την κατάβαθη χρεία ενός μαζικού φιλικού αποχαιρετισμού; Μήπως πρόκειται για μια ύστατη προσπάθεια ανεύρεσης εχεγγύων ύπαρξης στους όποιους εναπομείναντες αγαπημένους ή ίσως για μια απόπειρα ενατένισης με το στυγνά καθάριο και αποφλοιωμένο από το τσόφλι της συναισθηματικής εμπλοκής βλέμμα ενός ετοιμοθάνατου έναντι των ανθρώπων που όρισαν τη ζωή του; Ο προμελετημένος θάνατος έχει καθαρίσει την ατμόσφαιρα, σαν να διέλυσε μεμιάς την αθάλη της υγρασίας που εξαπλώνουν η ελπίδα και η υπομονή στους απόμερους ορίζοντες της ύπαρξης. Κάθε τι καθίσταται διαυγές, όπως η οριστική έλευση του τέλους. Η εκάστοτε φιλική στιχομυθία επιβεβαιώνει περίτρανα την αρχική απόφαση, μην προσφέροντας στον υποψήφιο αυτόχειρα κανένα σημείο κοινωνικής επανασυγκόλλησης. Έχοντας ολάκερη τη ζήση του σχοινοβατήσει ανάμεσα σε φαντασμένους άπραγες των ναρκωτικών που ανήγαγαν την τεμπελιά και τον ρομαντισμό του κινδύνου σε φιλοσοφία και σε κομπορρήμονες νεόπλουτους, που επέπλεαν ξέγνοιαστα στην ακύμαντη επιφάνεια της ζωής επιδιδόμενοι στη γευσιγνωσία της ύλης και της σάρκας, πάσχιζε ανέκαθεν να τους μοιάσει, ασπαζόμενος την εύπεπτη ευκολία της ατάραχης πολυτέλειας και της συνειδησιακής νάρκης, εντούτοις ανεπιτυχώς.

Ό,τι μας προσδένει άρρηκτα στη ζωή, είναι συχνά το πρόσχημα των ιδεών που τη διέπουν σαν μια άσπιλη βεβαιότητα υπαρξιακού σκοπού, μα κι η συνοδευτική ελπίδα πως αποκλείεται να είμαστε τόσο φρικτά μικροί, πως κάτι εξέχον επιφυλάσσει και για εμάς η σπλαχνική απεραντοσύνη του σύμπαντος, κάτι μεγάλο κι εκκωφαντικό που θα διασχίσει τη γαλάζια ομοιομορφία του ουρανού του βίου μας σαν ένας απρόσμενος  κεραυνός. Συχνά, η νεότητα, αυτή η ψευδεπίβολη φενάκη, αποτελεί μια τέτοια υπόσχεση, υπόσχεση πως ο χρόνος απλώνεται μυστηριώδης ολόγιομος κι ικανός για τα πάντα. Για τον πρωταγωνιστή ωστόσο, αυτή η γόνιμη και πολλά υποσχόμενη περίοδος έχει προσχωρήσει στα κατάστιχα του παρελθόντος, τσακίζοντάς τον στα απόκρημνα βράχια της μεσήλικης πραγματικότητας. Τα ναρκωτικά και το αλκοόλ σιγούσαν τον εκκωφαντικό αχό της αποτυχίας ή μιας ενδεχόμενης εγκατάλειψης. Εντούτοις για εκείνον η ζωή συνεπάγεται την πράξη, αλλά μια πράξη απόλυτη, σε βαθμό υπερθετικό που δεν κατακάθεται στα χθαμαλά υπόγεια της μετριότητας. Ή όλα ή τίποτα. Η απόλυτη κατοχή ή παραίτηση ή απόλυτη ευτυχία ή θάνατος.

 Ο Αλέν καταδυόμενος ολοένα περισσότερο στην κινούμενη άμμο της προσωπικής εκμηδένισης, αποκαθιστά την παραπαίουσα μοναδικότητά του, ασπαζόμενος την αντίπερα όχθη της περιφρόνησης. Δεν μπορεί εντούτοις να περιφρονεί χωρίς να διαμαρτύρεται κι επακόλουθα ως απόλυτη πράξη περιφρόνησης ανακύπτει η ίδια η απάρνηση της ζωής, δηλαδή της δυνατότητας να συνεχίσει να περιφρονεί. Η αυτοκτονία του λαμβάνει εν ολίγοις την υπόσταση ενεργής διαμαρτυρίας,  ενάντια στην ανούσια κενότητα των σχέσεων, μα και στην ποταπή ελαφρότητα των ανθρώπων. Όπως γράφει «θα πεθάνω πριν από άλλους», θέτοντας ως πεδίο ορισμού πρωτοκαθεδρίας, τον θάνατο, εκεί θα είναι ο πρώτος όπου οι άλλοι δειλιάζουν κατάφορα να φτάσουν. Το υπέρτατο λάθος όταν θεωρούν έναν άνθρωπο δειλό στη ζωή, είναι να τον θεωρούν εξίσου και στον θάνατο. Αρχικά ο ήρωας επιζητεί εναγωνίως να μην απομείνει μόνος ούτε απέναντι στον θάνατο, τείνοντας σε έναν φίλο του «θέλω να με βοηθήσεις να πεθάνω», όμως εν τέλει αυτοκτονεί δίχως φιλική συμβολή, διεκπεραιώνοντας τη μοναδική αυτοδύναμη πράξη της ζήσης του, επισφραγίζοντας πως αν δεν μπορείς να στιγματίσεις τους ανθρώπους με την ύπαρξή σου, ίσως να μπορείς να το κάνεις με τον θάνατό σου.

 Φτάνοντας πια θαρρετά στα προεόρτια του απονενοημένου διαβήματος, οι στερνές χειρονομίες του Αλέν προσμετρούνται επακριβώς, επιβραδύνοντας ελαφρώς το αναπόφευκτο και μπολιάζοντάς το με τις αναμενόμενες αδιόρατες αναλαμπές αμφιβολίας ενός ανθρώπου που αναλογίζεται τον επικείμενο χαμό του. Κατ’ αυτή την έννοια, αποκηρύσσει τα ναρκωτικά που θα του χάριζαν έναν παραληρηματικό θάνατο, ώστε να επιδιώξει έναν επίλογο εξ’ ολοκλήρου νηφάλιο. Θαρρώ πως το μυθιστόρημα του Ντριέ Λα Ροσέλ, αν μη τι άλλο κατακεραυνώνει τη χλιαρότητα των διαπροσωπικών δεσμών, εκείνα τα «αύριο» που αντιγυρίσαμε  σε ανθρώπους που μας κάλεσαν με μια κάποια αγωνία στη φωνή, εκείνη την πόρτα που ίσως κλείσαμε πίσω μας εγκαταλείποντας έναν άνθρωπο κατατρεγμένο από τις σκιές των δαιμόνων του, εκείνο το βήμα που δεν έπρεπε να μείνει μετέωρο διανύοντας τη χαίνουσα απόσταση προς τον άλλο.

 Ακόμη και ο επίλογος του βιβλίου καλεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για την πρόθεση του συγγραφέα, καθώς το στιγμιότυπο της αυτοκτονίας συνοψίζεται στη φράση «έπεσε πάνω στο ρεβόλβερ του και σκοτώθηκε». Γιατί έχοντας εξαρχής προσδώσει τόσο τρανταχτή βαρύτητα στη συνειδησιακή πορεία της αυτοχειρίας, καθώς και στη θριαμβική μετεξέλιξή της σε κατεξοχήν μανιφέστο υπέρτατης διαμαρτυρίας, να επιφυλάσσει παρόλα αυτά στον ήρωα έναν θάνατο ανάλογο της απροσεξίας ενός άμαθου παιδιού; Ίσως γιατί ο Αλέν ξαναγίνεται παιδί, σαν να μην μεγάλωσε ποτέ, όπως δεν έζησε και ποτέ, ένας άνθρωπος που ξεψύχησε ως παιδί, ένα παιδί που απεβίωσε ανάμεσα στα παιχνίδια του, δίχως να γευτεί παρά ψήγματα της κάθε άλλο παρά ιδανικής και ξένιας πραγματικότητας.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις