ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Παραμονεύω την κίνηση του ωροδείκτη
από παιδί, σε αρίφνητα ρολόγια 
με ένα κοίταγμα συνωμοτικής συνενοχής
σαν να γινόμουν μάρτυρας 
σε διάβημα παράνομο, αισχρό 
προς τη μαγεία της ακατανόητης μετάβασης.
Ακόμη και όταν έλειπε ο έρωτας 
δίναμε στη μοναξιά τη γεύση 
της αμετανόητης ερωτοτροπίας
που τρεφόταν ολόγυρα 
από παραμικρό σάλεμα ρομαντικής πνοής.
Κι όποτε φαντάζαμε απόλυτα μισοί 
ήταν γιατί αποκρύπταμε 
την ανελέητη σύγκρουση της ολότητας
όπως κι η διχασμένη σελήνη 
ανάμεσα στο ολόφωτο και σκιερό μισό της.
Πεθαίναμε θαρρώ με την πρώτη μας ανάσα
που επέφερε τη σκέψη στο μυαλό.
Σαν τα χέρια αγγίζονταν χάρις στην επινόηση 
μιας ανούσιας ενδεχομένως ευκαιρίας
παρίστανες καρτερικά ένα ακόμη άγαλμα
απ' αυτά που ακούμπαγε μυριάδες φορές
για να τα εγείρει στη ζωή
κι ας μην ανήκαν πλέον σε κανένα σήμερα.
Πόσο αποζητούσες αυτά τα χέρια
που μπέρδευαν το δέρμα με το μάρμαρο
που αναμόχλευαν τη ζωή μέσα στο θάνατο.
Μάλλον με χειρονομίες μυσταγωγικές
αφύπνιζε ψυχές από ρινίσματα πεντελικού μαρμάρου 
που εισέπνευσες στη σκόνη των βημάτων 
από γκρέμια ιερά προγονικά
σε κάποιον αλλόκοτο ονειρικό περίπατο
στην Αθήνα μιας αρχαίας αμνημόνευτης ζωής σου. 
Άλλοτε μεταπλαθόσουν σε κρατήρα αττικό 
που αντί να ξεχειλίζει με κρασί
έχασκε κούφιος σαν ηφαίστειο
που ξέχασε να ξυπνήσει από λήθαργο βαθύ.
Μα γιατί ο έρωτας να είναι ένας θρόνος αδειανός 
που απίθωνε ως  καλούπι  την αναμονή
μιας μόνο  παρουσίας  μακρινής κι απρόσιτης 
απ' τ’ άδραγμα του χρόνου.
Μόλις άφηνες ένα στοιχείο τρανταχτό 
το περιμάζευες λες κι έσπειρες για εκείνον
τα δεινά ολάκερου του κόσμου 
απ' της Πανδώρας το κουτί 
ή ίσως μονάχα την ελπίδα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις