Μικρές οάσεις στην άνυδρη έρημο των γιορτών

  Τα σούρουπα των γιορτών ανέκαθεν υπερχείλιζαν από μια αύρα ξεχωριστή κι αλλόκοτη, απέπνεαν πομπωδώς την ακαθόριστη αίσθηση του επικείμενου σημαίνοντος γεγονότος, κοντολογίς μας κοινωνούσαν αναίτια την προσμονή για κάτι ανεξήγητα θαυματουργό. Λογής λογής άνθρωποι κατέκλυζαν τότε τους δρόμους της πολύβουης πόλης, ίσως παρακινημένοι από μια τέτοια ιδεοληψία, άνθρωποι αναρίθμητοι κι αντικρουόμενοι, ένας συρφετός ηλικιών κι εμφανισιακών διακυμάνσεων, άνθρωποι που μέχρι πρότινος λες και παραμόνευαν αθέατοι, αμπαρωμένοι κι εφεδρικοί στα πατάρια ή στις αποθήκες του άστεως, σαν τα εποχιακά στολίδια. Πρόκειται για ανθρώπους ετερόκλητους που ανασύρονταν από τα σφραγισμένα κιβώτια των διαμερισμάτων τους αποκλειστικά για τούτους τους εποχιακούς περιπάτους. Σκορπώντας στόλιζαν τα περίπλοκα κλωνάρια του αχανή αστικού ιστού, που φάνταζε άξαφνα απαράλλαχτος με δέντρο γιορτινό, φωταγωγώντας το με τους λαμπτήρες των διερχόμενων και κατά τόπους ακινητοποιημένων τροχοφόρων τους, αλλά και με τις γιρλάντες των σταθερών κι ελεύθερων τροχιών των συγκοινωνιών, στις οποίες επέβαιναν βιαστικοί και στοιβαγμένοι. Σκεφτόσουν, δεν μπορεί, κάτι θα συμβεί, όταν η πόλη προσομοίαζε κατάμεστη δεξίωση. Καρτερούσες εναγωνίως ο,τιδήποτε που θα δικαιολογούσε την ολούθε απαρτία, ωστόσο επί ματαίω. Ίσως εν τέλει τα Χριστούγεννα να είναι επακριβώς η αθετημένη υπόσχεση της γέννησης μιας αδόκητης συγκυρίας, ίσως μιας άφαντης ουρανοκατέβατης ευκαιρίας, που μας εντυπώνει την πικρή επίγευση της μάταιης προσμονής.  Η Αθήνα πάλι, αναμενόμενα, σχεδόν δυσανασχετούσε αμίλητη υπό την ακατάσχετη κοσμοσυρροή και τα ποικίλματα των βαρυφορτομένων στολισμών εκ μέρους της πολιτειακής μέριμνας, που δήθεν ψυχανεμιζόταν το προσήκον εορταστικό της ύφος. Αν την ατενίζαμε για λίγο μόνο από ψηλά, θαρρώ θα μας φάνταζε σαν δέντρο εσαεί χριστουγεννιάτικο ανεξαρτήτως εποχής, πολύφωτο, πλουμιστό και ατίθασο που αναρριχάται προς πάσα κατεύθυνση, ολόιδια ένας χαρμόσυνος κισσός που θεριεύει να μας πνίξει. 

 Υπάρχουν εντούτοις και τόποι αντίδοτα στην κενόδοξη φυσαλίδα των γιορτών, τόποι που εκ του φυσικού τους αναχαιτίζουν την υπερταχεία της γλώσσας, την παράφωνη αστική κουστωδία και  τις πάσης φύσεως παρερχόμενες φιοριτούρες, στυλώνοντας το ανάστημά τους θαρρετά ως φυσικά σιωπητήρια. Όταν προσχωρείς στα ενδότερά τους, διαβαίνοντας τις νοερές τους παρυφές, αφουγκράζεσαι τον απόηχο του βόμβου της πόλης σαν αντίλαλο αλαργινό, που πλέον αδυνατεί να σε βλάψει, αντιλαμβάνεσαι τις πρόσχαρες συζητήσεις των περαστικών που καταλαγιάζουν σε έναν κατανυκτικό ψίθυρο και  τη διακριτική μα ατίθαση παραφωνία του ραδιοφώνου του υπαίθριου πωλητή ξηρών καρπών που διαλαλεί τα βαριά λαϊκά απωθημένα σταδιακά να ωχριά. Γνωρίζω πως μόλις προσπεράσω αυτό το άυλο κατώφλι, η οχλαγωγία καταπραΰνεται κι όλες οι αντιμαχόμενες παραφωνίες σιωπούν, όπως σωπαίνει κανείς μπροστά σε κάτι μεγάλο κι υπέρτερο από εκείνον.  Η μικρή προσωπική μου όαση μέσα στην άνυδρη έρημο των γιορτών και της πόλης αναδύεται στο σούρουπο σαν επίγειο σεληνιακό τοπίο, αφού η φωταγωγημένη Ακρόπολη παρόμοια με τη σελήνη υποβάλλει τον άνθρωπο στο δέος. Κάτωθέν τους η τάξη των πραγμάτων μιμείται την κράση τους: το ηχόχρωμα της λύρας του πλανόδιου μουσικού διασπείρει στον άνεμο νότες τραχιές όπως το γρέζι των γκρεμιών, το καρότσι με τα ατάκτως ειρημένα σε πρανή ξηροκάρπια μαζί με τα ολόρθα υπόλευκα σακούλια τους τα οποία παρατάσσονταν σαν ευθυτενή υποστυλώματα υπομνύουν αφελώς τους κίονες της Ακρόπολης ανάμεσα σε ένα κατάσπαρτο χωράφι λίθινων ερειπίων. Εκεί λοιπόν συγκατοικούν τα σκόρπια σπαράγματα των σκέψεών μου, παραμονεύοντας το συναπάντημα δυο αντικρινών στερεών σχημάτων, μιας σεληνιακής σφαίρας κι ενός μαρμάρινου παραλληλεπίπεδου ορθογωνίου, που συνομιλούσαν από τα αντίπερα μπαλκόνια των συνοικιών της γης και του ουρανού. Συγκεράζοντας το αιχμηρό της  γωνίας με την αγωνία της καμπύλης και τα δυο εξίσου σπαραγμένα από τους ανηλεείς, μα γοητευτικούς κρατήρες του χρόνου, φωταγωγημένα με μια συγγενική εμφατική στοργή, νεύουν το ένα στο άλλο με περισσή κατανόηση στα απλησίαστα βάθη των αιώνων, ξεπροβοδίζοντάς κι εμένα αφοπλισμένη στην ανείπωτα ειλικρινή γιορτή της ύπαρξης και των αισθήσεων. 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις