Ο φίλος της Sigrid Nunez


 "Όταν έχεις αυτοκτονία, είπε κάποιος, δεν υπάρχει αποχαιρετισμός" διατείνεται η Νούνιεζ και κατά συναφή συνεπαγωγή, ούτε το ανάγνωσμά της επιδιώκει να συντελέσει ένα κλιμακούμενα τελεσίδικο κατευόδιο προς τον άρτι τεθνεώτα αυτόχειρα φίλο. Δεν ενδιαφέρεται επουδενί να καταθέσει τον προσωπικό της δακρύβρεχτο στομφώδη επικήδειο, παρά μάλλον πιότερο να προσεγγίσει την αποφυγή του αποχαιρετισμού, τουλάχιστον με τη συμβατική έννοια που επιφορτίζουμε κατά καιρούς τη λέξη. Η Νούνιεζ αποπειράται, θαρρώ, μια πρόσκαιρη παράταση της ύπαρξης ενός νεκρού ανάμεσα στις λέξεις.

 Η συγγραφέας εξ' αφορμής του αιφνίδιου θανάτου του επιστήθιου φίλου και λογοτεχνικού μαικήνα της ηρωίδας  και της  έκτακτης ανάληψης της φροντίδας του σκύλου του, αφήνεται έρμαιο των συνειρμικών λογισμών της προς τη διάνοιξη αρίφνητων θεματικών προεκτάσεων. Θεματικές που αποσυμπιέζονται αυτοσχεδιάζοντας κι ιχνηλατώντας το συνεσταλμένο ή εκτυφλωτικό αντιφέγγισμα των αναμνήσεων και τα ζοφερά μονοπάτια του πένθους, τη φαινομενική ασημαντότητα της διήγησης των αμελητέων καθημερινών συμβάντων που απολήγουν απρόσμενα στον αφουγκρασμό της ανθρώπινης ψυχής, την αποθησαύριση αποφθεγματικών ρήσεων και πεπραγμένων σημαινόντων λογοτεχνικών προσώπων που χώνεψε προ πολλού ο χρόνος. Εντούτοις, το βιβλίο δεν περιορίζεται εκεί, μα προσχωρεί στις απροσμέτρητες εκφάνσεις του  πένθους και της απώλειας, διακλαδίζεται στην αποτίμηση της διδασκαλίας, της ανάγνωσης και της γραφής ως σχάσης του πυρήνα της ύπαρξης ή ενίοτε ως επιδερμικού κνησμού για δημοσιότητα, επαφίεται στα δυσερμήνευτα χνάρια της αυτοχειρίας, ψηλαφίζει τη φιλία και τα εύπλαστα όριά της, τον μη αναστρέψιμο εκφυλισμό του γήρατος, τη σεξουαλικότητα, την αντίστιξη των φύλων και των φίλων, καθώς και την άλαλη σαφήνεια που κουρνιάζει ως δια μαγείας ανάμεσα στο ζώο και στον άνθρωπο.

 Η εύθρυπτη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας μετεωρίζεται αναμεταξύ της ακατάβλητης επιθυμίας για μνημονική ζέση, να περισώσει δηλαδή στο απυρόβλητο της λήθης το πρόσωπο που απώλεσε, σύγκορμα με όλα όσα το συνοδεύουν ή το απαρτίζουν και της επιτακτικής ανάγκης κατευνασμού του αναβλύζοντος πένθους σε μια στάθμη βιώσιμα υποφερτή, να πονά διαχειρίσιμα και να συνυπάρχει ολίγον τι αδιαμαρτύρητα με το επίμονο άλγος της απώλειας. Συνεπώς, για την απώθηση της λήθης επιστρατεύει το εξής ευφάνταστο τέχνασμα: γράφει [δεν θέλω να μιλάω για σένα ούτε ν' ακούω άλλους να μιλάνε για σένα], όχι όμως επειδή η διάπλατη πληγή της βάλλεται, αλλά διότι πασχίζει τρόπων τινά να διασώσει τον φίλο από τον επιπρόσθετο θάνατο της περιγραφής, αφού όταν ορίζουμε κάποιον πλήρως τον μετατρέπουμε σε νεκρή ύλη. Έτσι, αντί να τον περιγράφει συνθλίβοντάς τον στη μέγγενη του προσδιορισμού που στερεί την ιδιότητα της ζώσας ύπαρξης να εκπλήσσει, αντί να τον μετενσαρκώσει σε νεκρές συμπαρατάξεις λέξεων, αντί να γράφει για αυτόν, γράφει απευθυνόμενη σε αυτόν. Δεν επαναπαύεται στην ευρύχωρη κατάψυξη της μνήμης, παρά εγείρει την αίσθηση μιας πλανώμενης αρκούντως δυναμικής φασματικής παρουσίας, που ανά πάσα στιγμή ίσως και να απαντήσει στους κατεβατούς μονομερείς μονολόγους της, καθώς για όσο του διηγείται, εκείνος διαμένει κοντά της, στο παρόν. Η ηρωίδα απευθύνεται στον εκλιπόντα φίλο στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, ναυλώνοντας έναν λόγο υποθετικό (αν ήσουν εδώ θα..) κι άλλοτε σφετεριζόμενη για λίγο μονάχα έναν χρόνο πραγματικό. Η ροπή της διήγησης προσεγγίζει τον αστείρευτο μονόλογο προς ένα πρόσωπο, άρτι αφιχθέν από τη σιωπηρή παρατεταμένη απουσία κάποιου απόμακρου ταξιδιού ή προς κάποιον αγαπημένο, που αιφνίδια απόλεσε τον μίτο της μνήμης και καλείται να του υπενθυμίσει όσα λησμόνησε, έστω σαν τη σύνταξη μιας μακροσκελούς επιστολής προς κάποιον επιστήθιο, που αναχώρησε ανεπιστρεπτί προς τόπο ανυπερθέτως μακρινό. Κάπως έτσι, διαισθανόμαστε πως ο φίλος δε διέφυγε ποτέ από τούτη τη γη ή την ουράνια επικράτεια, ίσως ένα κομμάτι του μόνο που επιβιώνει τόσο παθητικά  στη θύμηση των άλλων. 

 Κληρονομώντας τον σκύλο του αυτόχειρα, η μονήρης καθημερινότητα της ηρωίδας τριχοτομείται, ανάμεσα πρωτίστως στην πανεπιστημιακή διδασκαλία δημιουργικής γραφής με την παρεπόμενη γόνιμη ή στείρα αντιπαράθεση των κοσμοθεωριών των εκκολαπτόμενων συγγραφέων, δευτερευόντως στην περιποίηση του σκύλου και την υπόκωφη συνομοταξία των θρήνων τους και τρίτον στη συγγραφική έμπνευση που αδόκητα στερεύει. Η Νούνιεζ τιθασεύει όλα τα παραπάνω με τα ηνία της μαεστρικής της, ακραιφνώς προσωπικής αφήγησης, προς μια ενιαία συνειρμική διαδρομή, μπολιασμένα με τη μελαγχολία που αναβρύζει αφειδώλευτα από την αμείλικτη πάροδο του χρόνου και την ανθρώπινη δυστυχία. Η γραφή της προσομοιάζει παράθεση θραυσμάτων από τη διαδοχή των στιγμών, σαν να κατεδαφίζει το τυπικό οικοδόμημα της συνεχούς δομής και να μεταπηδά ακανόνιστα στους διάσπαρτους λίθους μικρών θεματικών εστιών, λες και υποκύπτει στην ερειπιογένεια και την απόσπαση προσοχής που της επιφέρει το αφόρητο πένθος. Οι χαρακτήρες της, πέραν του σκύλου, περιφέρονται ως επί το πλείστον ανώνυμοι, χωρίς να εναποτίθενται στην εμφανισιακή τους σκιαγράφησή, διόλου γιατί θα ήταν ο καθένας από εμάς, παρά επειδή ψέγουν τη σύγχρονη ροπή των συγγραφέων να εμμένουν στα επιφανειακά γνωρίσματα των ηρώων, παραβλέποντας τις λεπτοφυείς λεπτομέρειες των επιλογών, των αδιόρατων συνηθειών και των ασυναίσθητων πράξεων τους, ως αλάνθαστων χρωστήρων του απαραγνώριστου. 

 Ο συντετριμμένος σκύλος ονόματι Απόλλων (παραδόξως δίχως να απολαμβάνει ολωσδιόλου τη μουσική), είναι ό,τι απομένει από τον νεκρό φίλο και μοιάζει να αντιστρέφει τη συνήθη κλιμάκωση των παραμυθιών, όπου με την απόθεση ενός ανάλαφρου φιλιού τα ζώα απομαγεύονται σε άνθρωπο. Εδώ, φαντάζει να εξανεμίζεται ο άνθρωπος (δε γνωρίζουμε πώς αυτοκτόνησε) και να απομένει στη θέση του το ζώο, με μια υφέρπουσα ανιμιστική σκέψη πως το πνεύμα του θνήσκοντα μετοικεί στον σκύλο. Επομένως, η απαράμιλλη στοργή που έτρεφε η ηρωίδα για τον φίλο της ανακατευθύνεται στον πιστό τετράποδο σύντροφό του. Δια μέσου της περιποίησης του Απόλλωνα αναβιώνει τον φίλο της, φορώντας τις προθανάτειες συνήθειές του, προφυλάσσοντας αυτόκλητα και σθεναρά την ύπαρξη που του αφιερώθηκε καθ' ολοκληρία με την ανυπέρβλητη αυταπάρνηση που μόνον ένας σκύλος μπορεί. "Πώς όμως να εξηγήσεις τον θάνατο σε έναν σκύλο;'' Ο αναγνώστης παρακολουθεί ανείπωτα συγκινημένος, δύο όντα στραπατσαρισμένα να συν-χωρούν και να συστεγάζουν σε σαρανταπέντε τετραγωνικά τα αλλόγλωσσα πένθη τους με κοινή τους διάλεκτο την ( ίδια, αναντικατάστατη) απουσία.

 Η ηρωίδα δεν τρέφει ουδέν ίχνος οργής προς τον αυτόχειρα, μα εναντιώνεται υπέρμετρα προς όσες συγκυρίες της ζωής τον κατηύθυναν στο απονενοημένο διάβημα, απομακρύνοντάς τον από κοντά της. Ενόσω εκείνη συμβιώνει με τον Απόλλωνα , διανύει μαζί του τα γηρατειά του, εισπράττει τον εκφυλισμό του σώματος και τη σταδιακή συντριβή του σκύλου που κατά τα ειωθότα προηγείται του ανθρώπου, υποκύπτοντας εύλογα στην αναρώτηση εάν τελικά αξίζει να ζήσουμε υπομένοντας τα κατάγματα που επιφέρει η χρονική φθορά ή να απαρνηθούμε αυτοδύναμα την κατάλληλη στιγμή όλα για όσα υπήρξαμε. Έπειτα, ο άνθρωπος δύναται να μη λιποψυχήσει απέναντι στην αδυναμία να διαφυλάξει όποιους αγαπά από τον χρόνο, την οδύνη και τις κακοτοπιές, μπροστά στις φρούδες ελπίδες πως ο χρόνος  που τους αναλογεί θα επαρκέσει;  Η ηρωίδα δεν κατόρθωσε να διασώσει ούτε τον παλαιό της φίλο από τους δαίμονές του, εντούτοις ούτε τον νεοαφιχθέντα από τη προδιαγεγραμμένη ροή του χρόνου. Δεν αρκείται στην επίτευξη της επιμέλειας του σκύλου, παρ' όλες τις κακουχίες και τις τροχοπέδες του κτιριακού καταστατικού, παρά επιθυμεί ασίγαστα να ζήσει όσο κι εκείνη. Κι εκεί εμφανώς έγκειται η πηγή της μελαγχολίας, στην αδήριτη χρεία για τη συμβάδιση των προσφιλών πλασμάτων, αυτών που κατάβαθα χρειαζόμαστε να διαρκούν όσο κι εμείς. 

 Η συγγραφική συμφόρηση της ηρωίδας αίρεται στο προτελευταίο κεφάλαιο, σε μια επίπλαστη πραγματικότητα όπου ο φίλος της αποκρίνεται ξανά, οι ατελεύτητοι μονόλογοι αποκτούν αντίκρισμα, η απόπειρα αυτοκτονίας αποτυγχάνει κι ο υποψήφιος αυτόχειρας προφανώς μετανοημένος τάσσεται υπέρ της ζωής, εκεί όπου τα συμβεβηκότα γέρνουν προς τη βέλτιστη τροπή κι όλα διορθώνονται εμφανώς προς το ευτυχέστερο. Άλλωστε, μέσω της γραφής επισκευάζονται οι αδικίες της πραγματικής ζωής. Ωστόσο, ποιος διαβεβαιώνει τον αναγνώστη πως η πραγματικότητα δεν συνοψίζεται σε αυτό το κεφάλαιο και πως όλο το υπόλοιπο βιβλίο δεν είναι η μυθοπλασία του χειρόγραφου της ηρωίδας;  Η ηρωίδα λοιπόν διορθώνει την αδικία της ζωής σε μια ευτυχή έκβαση ή τελικά τιθασεύσει τις απρόσμενες τροπές της συνυπολογίζοντας το ακραίο ενδεχόμενο, ορίζοντας προληπτικά το πένθος, για να το διαχειριστεί ομαλότερα αν ποτέ την επισκεφθεί; Δεν ξέρω τι από τα δύο επιχειρεί η Νούνιεζ, αν εξωραΐζει ή εσχατολογεί, μα ό,τι κι αν κάνει, το καθοδηγεί η βαθιά ενδογενής ανάγκη και σ' αυτό το κατεπείγον κάλεσμα της γραφής δεν μπορούμε παρά να υποταχθούμε, πώς αλλιώς παρά αδιαμαρτύρητα.

 Τα πιο εξέχοντα συστατικά στο παρόν μυθιστόρημα είναι πρωταρχικά τούτος ο αξιοθαύμαστα ανιδιοτελής τρόπος που απευθύνει την αγάπη της η ηρωίδα, τόσο προσηνής κι εύπλαστος στα όρια των όντων που ακουμπά, φευγαλέα πάντοτε σαν μια αδιόρατη πνοή ανέμου, που δεν τα βάλει επεκτατικά, ούτε εκβιάζει διεκδικητικά, ούτε μεθοδεύει να τα τροποποιήσει κατά τις προσδοκίες της, παρά αγαπά σιωπηλά με τον τρόπο που της επιτρέπουν εκείνα, αγγίζοντας ολοσχερώς την πεμπτουσία της φράσης του Ρίλκε, πως ''η υψηλότερη μορφή αγάπης είναι να χρίζεσαι υπερασπιστής της μοναχικότητας ενός άλλου ατόμου''. Εξίσου συθέμελα όμως σε κατακυριεύει κι η εικονοπλαστική δεινότητα με την οποία παραλληλίζει  η συγγραφέας
την αποδέσμευση του θανάτου, σαν ένα σαρωτικό αεικίνητο νεφέλωμα πεταλούδων που ξεπροβοδίζει την ψυχή στην απεραντοσύνη του ανοιχτού ξένιου πελάγους.



 Το ανάγνωσμα της Νούνιεζ ανέσυρε από τα έγκατα της θύμισής μου τη μελαγχολική μελωδία του Oskar Schuster, την πένθιμη μελωδία των απόβραδων που ανέκαθεν δεν τους ανήκε, παρά ο θρήνος για την ημέρα που ξεψυχά ξανά και ξανά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις