Ασθενείς και (συν)οδοιπόροι

 


Είτε αξίζουν όλα να ειπωθούν, είτε δεν αξίζει τίποτα. Αφήνεσαι αβίαστα στο υπνωτιστικό λίκνισμα από το ξέφρενο καραβάνι των σκέψεων κι εκείνη την κάπως ξέπνοη κουστωδια των λέξεων που το προφταίνει κάθυδρη. Εγκαταλείπεσαι στο γνώριμο βούλιαγμα που οι αιφνίδιες θερινές καταιγίδες και η συμπαράταξη ενός άρρωστου και καταβεβλημένου σώματος γνέθουν από κοινού. Ανάμεσα στην ασήμαντα χαμερπή σου ύπαρξη και στη μοναδικότητα της φύσης συμπλέκεται μια κάποια ομοφωνία, μια κάποια συμπόρευση στην ασθένεια. Από την άλλη, φαντάζει παρήγορο να εφευρίσκεις συμπάσχοντες στις κατά καιρούς κακοτοπιές σου. Καθώς το σώμα κατατρώγεται από μια κλιμακωτή αδυναμία, ξαποσταίνεις το βλέμμα στον ορίζοντα του Ολύμπου που παραδωμένα απαλείφεται από τις πληθωρικά αδέξιες χειρονομίες  των συννέφων. Το έδαφος στον ουρανό και στο κορμί σου κερδίζεται ταυτόχρονα, το γαλάζιο υπαναχωρεί, εσύ αποτραβιέσαι. Τουλάχιστον λες 'να κάτι υπέρτερο νοσεί μαζί μου', διότι τι είναι οι άξαφνες μπόρες αν όχι τα παροδικά κρυολογήματα του καλοκαιριού. Τι είναι οι νεροποντές αν όχι η ακατάσχετη καταρροή του, οι βροντές η βραχνή φωνή ή ο βήχας ενός πρόσκαιρα εξασθενημένου θέρους και τι οι κεραυνοί αν όχι οι αιχμηρές σουβλιές στα καταπονημένα οστά του. Με τι μοιάζουν οι ριπές του αέρα αν όχι με τα πρώτα απρόσκλητα αναρριγητά του πυρετού. Μόνο που τούτες οι μπόρες δε σπέρνουν πυρετό στον ξενιστή, μα σβήνουν αυτόν που άναψε στο διψασμένο δέρμα του ανθρώπου και της γης το καλοκαίρι. 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις