Τα θεσπέσια μελαγχολυτικά καταπλάσματα του κυρίου Γκοσποντίνοφ

 

    [Melancholia - Albrecht Dürer] 


Έχοντας προ διαστήματος ολοκληρώσει την ανάγνωση του κατάβαθα ειλικρινούς και στοχαστικού πονήματος του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ 'Περί φυσικής της μελαγχολίας', αισθάνομαι πως ακατάπαυστα τριβελίζει το μυαλό μου σημειώνοντας δυσθεώρητα ύψη έντασης και συχνότητας, ενδεχομένως επειδή  οι μελαγχολίες συσπειρώνονται δραπετεύοντας από τα συμπαγή τοιχώματα των σωμάτων και τα μελανοστεγή περιθώρια των σελίδων. Σμίγουν με το αναπόδραστο που συνοδεύει τα σμήνη και τα σύννεφα. Σκέπτομαι συχνά πως οι μελαγχολίες αποτελούν πράγματι σμήνη αποδημητικών πτηνών που ανεγείρουν τις φωλιές τους στα ανυπέρβλητα εύκρατα, θερμά κλίματα της παιδικής ηλικίας και όταν  συναισθάνονται τον επερχόμενο χειμώνα της ψυχής, εκείνον τον δριμύ χειμώνα που πασπαλίζει με απανωτές στοιβάδες χιονιού τα σώματα, μεταναστεύουν νοερά τη σκέψη μας σ' εκείνες τις φωλιές που αντιπαλεύουν την ψυχρότητα με τον σαρωτικό λίβα της οικειότητας, της αβλαβούς ασφάλειας, εκεί που όλοι μας περικλείουν στοργικά ακόμη ζωντανοί και  ο χρόνος αναμένει αλώβητα ολόκληρος και συνάμα ρευστός μπροστά μας. 

Ο Γκοσποντίνοφ γιγνώσκει δίχως την παραμικρή αυταπάτη, πως η μελαγχολία δεν επιδέχεται θεραπεία και για αυτό δεν την αγνοεί επιδεικτικά, μα τη μεταλαμπαδεύει στο χαρτί, την εξετάζει, συμφιλιώνεται μαζί της καθώς μετασχηματίζεται σε λέξεις, γράμματα, μελάνι, σημεία στίξης, προτάσεις, όγκο χαρτιού και διαστάσεις. Η ανίατη νόσος τώρα φαντάζει αρκούντως ορατή και δεν κατοικεί πλέον στην ασαφή σφαίρα των αισθήσεων, έχουν καταμετρηθεί γραπτώς τα συμπτώματα κι επακολούθως παρόλο που η γιατρειά φαντάζει απρόσιτη, καθίσταται εντούτοις πιο υποφερτή μέσω της φαρμακευτικής αγωγής της γραφής, εγκιβωτίζεται δια μέσου της στο κάδρο του ανεκτού. Παρότι για τη μελαγχολία θα είμαστε εσαεί οι Σίσυφοι που εκτίουν μια υπερκόσμια ποινή στο επέκεινα του χρόνου,  εκείνοι που θα κουβαλούν το υπέρογκο φορτίο του παρελθόντος στη συμπυκνωμένη μορφή της σφαίρας, ενός βράχου ή καλύτερα μιας ξέχειλης αποσκευής στη δύσβατη ανωφέρεια της ζωής,  εντούτοις κραδαίνουμε τη γραφή που μεν δεν αλαφρώνει το αστάθμητο φορτίο της μελαγχολίας, παρά μας επιδένει τρυφερά τα χέρια, ώστε να καταλαγιάσει τον επίπονο κάματο της μεταφοράς της. 

 Διαισθάνομαι πως η μελαγχολία τρέφεται εξίσου από το πρόσκαιρο και το διηνεκές. Παραδείγματος χάρη μελαγχολώ γιατί θα' ρθει μια νύχτα που δε θα κατορθώσω ν' ανατρανήσω ξανά το φεγγάρι , καθώς θα παραμένει εκεί παραδομένο σε μυριάδες βλέμματα, παρόλο που εγώ δε θα βαδίζω πια στη γη, ώστε να στυλώνω τη ματιά μου στη στίλβουσα φιλντισένια παρουσία του. Ανάλογα πενθώ μια μέρα, μια οποιαδήποτε μέρα που ξεψυχά πριν από εμένα κι εγώ απομένω ανήμπορη να την ξαναζήσω απτά. Εν ολίγοις, πενθώ τη συμβάδιση των πλασμάτων που το πέρας τους δε συνταυτίζεται, θρηνώ την εγκατάλειψη τη δική μου ή τη δική τους. Ολάκερη η ζήση ένας ποδήρης κατάλογος εγκαταλείψεων, αμοιβαίων ή μη, όλων εξίσου κατασπαρακτικών. Περισώζω λοιπόν επιστρατεύοντας το άυλο νεφέλωμα της μνήμης και το περιορισμένο διάβημα των λέξεων, την επιλεκτική θραυσματικότητα των φωτογραφιών και πάσης φύσεως εικόνων που καταψύχουν το παρερχόμενο και το θνησιγενές(και λέω περισώζω γιατί το σώζω είναι λειψό, το περί τα κυκλώνει σαν τον αυλόγυρο μιας σφιχτής αγκαλιάς, στη χειρότερη περίπτωση του ασφυκτικού κλουβιού), μετεορίζομαι στο σφαλιστό άχρονο ερεβώδες σύμπαν του κινηματογράφου, συλλέγω κάθε τι αποδίδοντάς του τη βαρύγδουπη ιδιότητα 'τεκμήρια εποχών', στοιβάζω αποδείξεις ύπαρξης και συντηρώ κάθε τι παλιό σαν να γλιτώνω εμένα από βέβαιη εξαφάνιση.

Επιχειρώ να ανασύρω στον αφρό της θύμησης την καινοφανή για εμένα παρουσία της μελαγχολίας. Πότε αισθάνθηκα για πρώτη φορά μελαγχολία; Εδώ η ηλικία είναι υψίστης σημασίας, διότι εκεί εναποτίθεται η ευστάθεια του συλλογισμού. Αν θεωρούμε ότι η μελαγχολία γεννάται στην πάροδο του χρόνου και πως όντες παιδιά είμαστε ασφαλείς ακόμη από τη μέγγενη της, εφόσον δεν έχουμε διατρέξει χιλιόμετρα ζωής, γιατί ανακαλώ την πρωτοφανή ανάμνηση μελαγχολίας στα 6 μου χρόνια; Καλοκαίρι, τελευταία σχολική ημέρα του νηπιαγωγείου, καμία ντουζίνα κορίτσια να αναδεύουμε το πανί που στη γιορτή υποδυόταν τη θάλασσα, αγόρια ναυτικοί να καμώνονται πως διαφεντεύουν το καράβι το οποίο στεκόταν εύθραυστα χάρτινο μπροστά τους, μια μελωδία στα μεγάφωνα από τον Yanni, που αν κατείχα τότε τις λέξεις θα τη χαρακτήριζα: σπουδή στη μελαγχολία του θέρους. Εκεί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή με συνθλίβει η τανάλια της μελαγχολίας, μου αναδιπλώνει τα σπλάχνα, καθώς αντιλαμβάνομαι πως στο κατώφλι του φθινοπώρου δε θα επιστρέψω ξανά εκεί, αλλά θα μεταφερθώ άρδην στο δημοτικό. Τότε απέκτησα την επίγνωση του πρώτου τέλους που μου κόστιζε κάτι, ίσως και ασυναίσθητα σχεδόν. Θυμάμαι να βουρκώνω και να ξεχειλίζω μια άγνωρη αίσθηση θλίψης, ανήμπορης παράτασης ή απολίθωσης ενός διόλου αμελητέου αθροίσματος στιγμών, για να μην ξηλωθούν από την πλέξη του μέλλοντος ( τότε μόνο νιώθεις, οι λέξεις δεν σε έχουν επισκεφθεί ακόμη, αυτό θα συμβεί πολύ πολύ αργότερα και μέσα τους είσαι καταδικασμένος να φασκιώνεις τους τριγμούς των αναμνήσεων). Κάπως έτσι αξίζει να σε αιφνιδιάζει η μελαγχολία, ντυμένη γοργόνα να ξορκίζεις ή να ξεπροβοδίζεις την ξέφρενη πλεύση του μέλλοντος, χειρονομώντας σπασμωδικά, όπως τα πουλιά που σφυροκοπούν τις φτερούγες διωκόμενα από την επέλαση κάποιου χειμώνα. Μόνο που για εκείνα η εαρινή επιστροφή μοιάζει άρρητη νομοτέλεια της φύσης. Απεναντίας ο δικός σου νόστος, άβουλος υποτελής σε έτερα κοσμικά διαφεντέματα δε θα τελεστεί ποτέ. Κι έτσι όλο και ξεμακραίνεις κατατρεγμένος από την ατελεύτητη βαρυχειμωνιά των ετών, "μια μελαγχολία κινητή" όπως λέει κι  ο Ταμπούκι κι όχι απαρεγκλίτως ''καθιστή σαν του Ντύρερ''.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις