Χρωματικές επαναστάσεις και άλλες ιστορίες.

  

   [Εικαστική δημιουργία της πολυαγαπημένης μου φίλης Γωγώς Ντούτση, νερομπογιά σε χαρτί.]

 Θυμάμαι παιδί να απορώ για την ομοιομορφία των μαλλιών των γηραιών ανθρώπων. Σκεπτόμουν ανακυκλώνοντας μετέπειτα την παιδική απορία "Μα εμείς ήμασταν μελαχρινά, ξανθά, καστανά ή σπανίως κοκκινομάλλικα , εκείνοι γιατί δε ποίκιλαν σαν τα δικά μας αλλοτινά μικροσκοπικά πολύχρωμα κεφαλάκια; Μήπως τους κλέψαμε εμείς όλο το χρώμα για να καλλωπίζουμε με αυτό τους νεόδμητους φανταχτερά παραμυθένιους κόσμους μας κι εγκαταλείπαμε για εκείνους τις τεχνητές βαφές του εμπορίου; " Άλλωστε, οι παππούδες μας ήταν οι πρωτομάστορες του μυθικού, καθισμένοι αναπαυτικά στα γόνατά τους μεταλάβαμε σύμπαντα εξωπραγματικά, σφύζοντα από καλοσύνη κι υπερφυσικά όντα καμωμένα από τη ζέση της λαϊκής δοξασίας, πασπαλισμένα με την αθάλη των ονείρων, τα οποία εναπόθεσαν στο δισάκι τους από ηλικία τρυφερή. Θαρρείς πως η εμφατική χροιά της φωνής τους, με αφηγηματικές εξάρσεις κι υφέσεις εμφυσούσε πνοή ζωοποιό σε έκαστο χαρακτήρα, θέριευε τις Λάμιες, κατεύναζε τα απέλπιδα θύματά τους, σαν φάρος σε ανταριασμένη θάλασσα προσκαλούσε λογής λογής πλάσματα από τα έγκατα των ωκεανών της φαντασίας. Κι όμως, πάντοτε επικρατούσε το εγγενές αψεγάδιαστο καλό που ξαποσταίνει στον πυρήνα της ύπαρξης, άμεμπτο κι απροσπέλαστο από την πολιορκία του διαβρωτικού ερέβους. Αυτοί οι πολύβουοι κατάμεστοι κόσμοι αποζητούσαν χρώμα για τροφή και σαν στέρευε αυτό της φωνής έκλεβαν λαίμαργα από το σώμα των παραμυθάδων, σαν μια αναπόδραστη θυσία του επαγγέλματος.        

Όταν πια η χρωματική ανταρσία επισκέφθηκε και το δικό μου κεφάλι μεγαλώνοντας, με διάσπαρτες επαναστατικές εστίες να συνωμοτούν  έναντι της ομοιομορφίας του καστανού , πανικοβλήθηκα στην ιδέα της απώλειας. Αναζητούσα μανιωδώς σε βάση καθημερινή την ύπουλη παρουσία νέου αποστάτη, κατέχοντας εκ των προτέρων την προδιαγεγραμμένη έκβαση της χρόνιας μάχης που θα λάμβανε χώρα έκτοτε στο κεφάλι μου. Η παρηγοριά ανέκυψε σαν σκίρτημα αναγκαίο μιας λησμονημένης παιδικής σκέψης για τα γλαυκά μαλλιά κι  έπεισα λοιπόν τον εαυτό μου πως ήταν οι λευκές ρίζες των μυριόχρωμων παιδικών παραμυθιών που αναφύονταν, ως απαράμιλλη  ένδειξη αφομοίωσης από το μνημονικό. Τότε άρχισα να παρατηρώ ολούθε αυτή την αναμέτρηση σε αναρίθμητα ανθρώπινα κεφάλια , που τα γηρατειά τους ένευαν ακόμη από όχθη ανυπερβλήτως μακρινή. Τα 'κανε να μοιάζουν με αφήγημα, σαν λευκές σελίδες βιβλίων κατάστικτες από τη μελάνη των αράδων, ώσπου οι λέξεις ξεθώριαζαν με τα χρόνια. Φάνταζαν άχρηστες πια αφού εντυπώθηκαν στη μνήμη, αφήνοντας πίσω τους την πρόθυμη λευκότητα του υποβάθρου.  Θυμάμαι κατά την επιστροφή ενός θαλάσσιου ταξιδιού τη φιγούρα ενός ηλικιωμένου συνταξιδιώτη στο κατάστρωμα, μαλλιά ολόλευκα με βοστρύχους να τρέπουν το κεφάλι ολόιδια σφαίρα και στο ουράνιο στερέωμα σε θέση περίοπτη επέβλεπε η ώριμη σελήνη του Σεπτέμβρη. Υπήρχε μια ομοιότητα απόκοσμη σε τούτη την παράθεση,  σχεδόν παραμυθένια, που ξέβραζε τους έμπειρους αφηγητές των παιδικών μας χρόνων στα λημέρια των κόσμων που εξιστορούσαν.

Κάπως έτσι ανέκυψε η σκέψη μιας ιστορίας που θα τους εγκολπώνει, μιας ιστορίας που θα αφηγείται πως γεννιόμαστε παιδιά της Γαίας μα πεθαίνουμε βρέφη της Σελήνης εξόριστα κι ως τέκνα διαζευγμένων γονέων καταλήγουμε αναπόδραστα να μοιάζουμε σε κείνον που μας λείπει. Ίσως να ξεκινούσε [Σαν ήταν τα παιδιά παιδιά*, της μητέρας γης ολόιδια μοιάζαν. Ενδύονταν τα χρώματά της, εκτινάσσονταν αεικίνητα και παιχνιδιάρικα, την αβάσταχτη βαρυτική της έλξη μητρική προστασία τη φωνάζαν. Αλλά καθώς της ζήσης οι καιροί σαν το νερό γλιστρούσαν απ'τη χούφτα, τα μακρινά κινήσαν να ποθούν.]  Θα λεγε κανείς πως η σελήνη ασκούσε μια μυστηριακή εξουσία στα παιδιά της γης, που τα μαλλιά τους κουβαλούσαν το χρώμα του χώματος ή της άμμου, τα μάτια τους τις αποχρώσεις του νερού ή των κορμών των δέντρων, το δέρμα τους δάνειο του θερμού χρυσαφιού των σπαρτών ή του νωπού εδάφους. Όσο κι αν βημάτιζαν με σιγουριά στο γήινο υπόβαθρο, τα μάτια τους στρέφονταν ακούσια προς αναζήτησή του φεγγαριού κάθε δειλινό, γιατί όλα τα χρώματα του ουρανού καταλάγιαζαν μπροστά του σαν εβένινο ύφασμα ενός βάθρου που περιμένει κάτι εξέχον να εγκατασταθεί. Πότε λειψή πότε ολόκληρη η σελήνη, με μια χρώση ξενική κι άφθαστη όχι μόνο για τη φυσική εκτατότητα του σώματος, αλλά και την αντίληψή τους έστεκε εκεί απρόσιτη, ασκώντας αυτό το συνταρακτικό για τα σωθικά συναίσθημα της μελαγχολίας. Τότε συναισθανόμενη τόσα παρατεταμένα βλέμματα προσμονής, αποφάσισε να προβληθεί απάνω τους για να τη συλλάβουν. Αρχισε να ευλογεί τα μαλλια τους με τη στιλπνή ασημόλευκη μπογιά της, ώσπου να καταλάβει ολόκληρο το σώμα. Έσκαψε κρατήρες κι αυλακιές στο δέρμα και στα βλέφαρα, το σώμα της να γίνει το δικό τους και κάπου εκεί λίγο πριν τη στερνή πνοή αποστραγγίζει όλο το αίμα αφήνοντας τους πίσω χλωμούς κι άκαμπτους για να επιβεβαιώσει εκείνη την αρχαία δοξασία που την ήθελε Θεά δίχως αίμα κι εκεί αποδιδόταν η χλωμάδα της (μόνο λευκή λέμφος όπως ανέφερε ένα προσωκρατικό απόσπασμα ή όπως γράφει ο Ταμπούκι μια καλή μίμηση της σελήνης επιτυγχάνεται μόνο με μια ολική αφαίμαξη). Και κάπου εκεί μέσα στον θάνατο μετατρεπόμαστε σε παιδιά δικά της και για αυτό η γη πρωτύτερα ζύγιζε βαριά, μας έκαμπτε γιατί ήμασταν ξένο σώμα, νεογνά παιδιά του φεγγαριού που ξέμειναν στη γη και μόνο τα μάτια που πρωτοαντίκρυσαν τον κόσμο μένουν της γης δεσμια για να μη μαρτυρήσουν ποτε τα όσα είδαν. Άραγε μπορεί κάποιος να χορτάσει τη ζωή όπως ένα βράδυ με πανσέληνο αποστρέφουμε το βλέμμα λέγοντας "Φτάνει τώρα"; 


*εναρκτήριος στίχος από ποίημα του Πίτερ Χάντκε. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις