Παρούσα απουσία
Ο πιο άνομος κριτής της ηθικήςη συνείδησή σου ενάντια στη δική μου.
Πόσο ακατάληπτο ον ο άνθρωπος
αν του στερήσεις τη μιλιά του.
Πρόσωπα εκτεθειμένα
στην εξευτελιστική διαύγεια μιας μονότονης γκριμάτσας.
Πώς ανεχόσουν μάνα να σε ποδοπατούμε
ως ήσουν υποζύγιο ανάξιο για το βάρος μας;
Εμείς που τάχα ομοιάζαμε τα χαλίκια
όπου κυλούν ως το νεκρό σου δέρμα.
Κι εκείνο το παράταιρα βαμμένο 19
με μια μπογιά γεμάτη προειδοποίηση
να ακροβατεί σαν ανηλεής εγκυμονούσα
συνθλίβοντας ζωή με σπλαχνικό καρπό της.
Μιας και όλοι αποζητούμε μια σπιθαμή ήλιο και αέρα
σαν σεντόνια καταβροχθισμένα από ακάρεα
Δεν ήμασταν πια πιόνια ανθρώπινα
μα αλαλάζοντα αγρίμια που αναμέναν
ευεργεσία αναπάντεχη του αντίλαλου
ταξιδεύοντας στο άφθαστο
για το κατά τα ειωθότα επιτρεπτό στην ύλη.
Όριο, χειρονομία δυσεπίλυτη στον ορίζοντα
όσο και κάτω απ' το λησμονημένο βήμα .
Όριο, γράμμωση τρανταχτή ή θολερή διπρόσωπη
που όριζες τη φυγή μας.
Το συντροφικό περίβλημα της απουσίας
συνωστιζόταν σε δυο ζευγάρια μπότες στην εξώθυρα.
Και στα ραγισμένα τζάμια
απαριθμούσες πιθανούς ανεμοθραύστες
με δικούς τους κόσμους επτασφράγιστους
μπαλώναν τις αμυχές του σύμπαντός μας.
Διαμελισμένα πρόσωπα βρίσκαν καταφύγιο στον πηλό
αυτόν που πάντα φάνταζε τις ρωγμές σαν ποταμούς του χρόνου.
Μα ό,τι απέμεινε στα χαλάσματα
ήταν μονάχα οι αναμνήσεις τόσων άυλων χειλιών
που καρτερούσαν μάταια κάποια αφήγηση
με λέξεις γευστικές ρέουσες από προγονικά φλιτζάνια
και μάλλον στη σπαραγμένη αυλή
σκόρπιοι καρποί γλυκόξινοι της γης σπαταλημένοι
στιγματίζαν ζωηρά το ακατοίκητο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου